- υπάγροικος
- -ον, Αο κατά κάποιο τρόπο αγροίκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ἀγροῖκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπαγροικότερον — ὑπάγροικος somewhat clownish adverbial comp ὑπάγροικος somewhat clownish masc acc comp sg ὑπάγροικος somewhat clownish neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάγροικον — ὑπάγροικος somewhat clownish masc/fem acc sg ὑπάγροικος somewhat clownish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγροικοτέροις — ὑπάγροικος somewhat clownish masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υπαγροικίζω — Α [ὑπάγροικος] μιλώ σαν αγροίκος … Dictionary of Greek
ὑπαγροικοτέραν — ὑπαγροικοτέρᾱν , ὑπάγροικος somewhat clownish fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)